ασχεδίαστος

ασχεδίαστος
-η, -ο
επίρρ. αυτός που δε σχεδιάστηκε, δεν προμελετήθηκε: Το έργο είχε γίνει πρόχειρα, ασχεδίαστα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ασχεδίαστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει σχεδιαστεί 2. εκείνος που έχει σχεδιαστεί άσχημα, χωρίς προμελέτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σχεδιάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”